- ραμφίζω
- μετ. клевать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραμφίζω — ραμφίζω, ράμφισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ραμφίζω — Ν [ράμφος] (για πτηνό) 1. χτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος μου 2. πιάνω, συλλαμβάνω με το ράμφος … Dictionary of Greek
ραμφίζω — ισα, (για πουλιά) τσιμπώ με τη μύτη: Τα κοκόρια ράμφιζαν το ένα τ άλλο με μανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυτίζω — (Μ μυτίζω) [μύτη] νεοελλ. 1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη 2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνω μσν. 1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω 2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα … Dictionary of Greek
περικολάπτω — Μ χτυπώ, τσιμπώ ολόγυρα κάτι με το ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κολάπτω «ραμφίζω, χτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος»] … Dictionary of Greek
ράμφισμα — το, Ν 1. το χτύπημα, το τσίμπημα από ράμφος πτηνού 2. η οπή από χτύπημα ράμφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραμφίζω. Η λ., στον πληθ. ραμφίσματα, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ραμφισμός — ο, Ν [ραμφίζω] το χτύπημα με ράμφος, το ράμφίσμα … Dictionary of Greek
τσιμπώ — τζιμπῶ, άω, ΝΜ 1. συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα, ιδίως με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκαλώντας πόνο 2. συνεκδ. τρυπώ, κεντώ (α. «τόν τσίμπησε κουνούπι» β. «τόν τσίμπησε με μια καρφίτσα») νεοελλ. 1. (για πτηνό) α) πιάνω την τροφή με το… … Dictionary of Greek
τσιμπώ — τσίμπησα, τσιμπήθηκα, τσιμπημένος 1. κεντώ, αγκυλώνω με αιχμηρό αντικείμενο: Με τσίμπησε με βελόνα. 2. πιέζω δυνατά το δέρμα κάποιου με τα δύο δάχτυλά μου (με αντίχειρα και δείχτη), ώστε να πονέσει: Μην το τσιμπάς το παιδί. 3. ραμφίζω, χτυπώ με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)